27 Γενάρη 2017, Χειμερινό Πολυφωνικό Καραβάνι
Οι ταξιδιώτες που ξεκίνησαν χαράματα από την Αθήνα και, αφού σταμάτησαν σε Άρτα και Γιάννενα, φτάνουν σούρουπο στο Δολό, αφού σταματάνε για λίγο μέσα στα χιόνια, έξω από το χωριό. Xτυπάνε στου Ηλία, μόλις έχει γυρίσει από το κοπάδι του, τον παίρνουν μαζί και πάνε στη γειτονική Πωγωνιανή. Εκεί, ο Γιώτης Τσούνης -γνωστός ως Βοστινιώτης - έχει ετοιμάσει φαϊ για όλους στο καφενείο του, τη "Βοστίνα", στέκι αγαπημένο του Πολυφωνικού Καραβανιού.
Σε λίγο πιάνουμε το τραγούδι. Ο Ηλίας αναρωτιέται ποιο να πάρουμε για να μονολογήσει σχεδόν αμέσως μετά, "εγώ θέλω βαριά". "Όσο πιο βαριά μπορείς" απαντάει ο κυρατζής κι ο Λίας ρωτά "δεν παίρνουμε μια Μαριόλα;".Τα επόμενα λεπτά φαίνονται μέσα στο βίντεο - ο άλλος Ηλίας παίρνει το κλαρίνο, ο Γιώτης το ακκορντεόν, όλοι κρατάμε ίσο για να συνοδεύσουμε τον Ηλία. Αυτά που δεν φαίνονται είναι όλα αυτά τα μονάκριβα κι ανεκτίμητα που ζουμε στο Καραβάνι, τα αυταναφλεκτα γλέντια αλλά και τα νυχτωμένα χιλιόμετρα, το πέρασμα των συνόρων 1 το πρωί, η άφιξη στη Δερβιτσάνη. Πάνω από 700 χιλιόμετρα ταξιδιού σε μια μέρα - κι ακόμη περισσότερα ζωής.
Η "Μαργιόλα" όπως περιέχεται στη συλλογή του Γρηγόρη Κατσαλίδα "Δημοτικά τραγούδια Βορείου Ηπείρου":
Η ΜΑΡΓΙΟΛΑ
- Σήκου, Μαργιόλα μ’ απ’ τη γη
κι από το μαύρο χώμα, μαργιόλα μου,
κι από το μαύρο χώμα, ψυχή, καρδούλα μου.
- Με τι ποδάρια η μαύρη να σ’κωθώ,
χέρια για ν’ ακουμπήσω, Μαργιόλα μου,
χέρια για ν’ ακουμπήσω, ψυχή, καρδούλα μου.
- Κάμε τα νύχια σου τσαπιά,
τις απαλάμες φκυάρια, Μαργιόλα μου,
τις απαλάμες φκυάρια, ψυχή, καρδούλα μου.
Ρίξε το χώμα από μεριά,
τις πέτρες από την άλλη, Μαργιόλα μου,
τις πέτρες από την άλλη, ψυχή, καρδούλα μου,
κι έβγα Μαργιόλα να σε ιδώ.
- Το μνήμα μ’ εχορτάριασε,
κι έλα να βοτανίσεις, Μαργιόλα μου,
κι έλα να βοτανίσεις, ψυχή, καρδούλα μου.
Να χύσεις μαύρα δάκρυα,
ίσως και μ’ αναστήσεις, Μαργιόλα μου,
ίσως και μ’ αναστήσεις, ψυχή, καρδούλα μου.
"Άπειρος", Πολυφωνικό Καραβάνι
"ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΟΛΗ-ΦΩΝΙΑ" 2021
Οι ταξιδιώτες που ξεκίνησαν χαράματα από την Αθήνα και, αφού σταμάτησαν σε Άρτα και Γιάννενα, φτάνουν σούρουπο στο Δολό, αφού σταματάνε για λίγο μέσα στα χιόνια, έξω από το χωριό. Xτυπάνε στου Ηλία, μόλις έχει γυρίσει από το κοπάδι του, τον παίρνουν μαζί και πάνε στη γειτονική Πωγωνιανή. Εκεί, ο Γιώτης Τσούνης -γνωστός ως Βοστινιώτης - έχει ετοιμάσει φαϊ για όλους στο καφενείο του, τη "Βοστίνα", στέκι αγαπημένο του Πολυφωνικού Καραβανιού.
Σε λίγο πιάνουμε το τραγούδι. Ο Ηλίας αναρωτιέται ποιο να πάρουμε για να μονολογήσει σχεδόν αμέσως μετά, "εγώ θέλω βαριά". "Όσο πιο βαριά μπορείς" απαντάει ο κυρατζής κι ο Λίας ρωτά "δεν παίρνουμε μια Μαριόλα;".Τα επόμενα λεπτά φαίνονται μέσα στο βίντεο - ο άλλος Ηλίας παίρνει το κλαρίνο, ο Γιώτης το ακκορντεόν, όλοι κρατάμε ίσο για να συνοδεύσουμε τον Ηλία. Αυτά που δεν φαίνονται είναι όλα αυτά τα μονάκριβα κι ανεκτίμητα που ζουμε στο Καραβάνι, τα αυταναφλεκτα γλέντια αλλά και τα νυχτωμένα χιλιόμετρα, το πέρασμα των συνόρων 1 το πρωί, η άφιξη στη Δερβιτσάνη. Πάνω από 700 χιλιόμετρα ταξιδιού σε μια μέρα - κι ακόμη περισσότερα ζωής.
Η "Μαργιόλα" όπως περιέχεται στη συλλογή του Γρηγόρη Κατσαλίδα "Δημοτικά τραγούδια Βορείου Ηπείρου":
Η ΜΑΡΓΙΟΛΑ
- Σήκου, Μαργιόλα μ’ απ’ τη γη
κι από το μαύρο χώμα, μαργιόλα μου,
κι από το μαύρο χώμα, ψυχή, καρδούλα μου.
- Με τι ποδάρια η μαύρη να σ’κωθώ,
χέρια για ν’ ακουμπήσω, Μαργιόλα μου,
χέρια για ν’ ακουμπήσω, ψυχή, καρδούλα μου.
- Κάμε τα νύχια σου τσαπιά,
τις απαλάμες φκυάρια, Μαργιόλα μου,
τις απαλάμες φκυάρια, ψυχή, καρδούλα μου.
Ρίξε το χώμα από μεριά,
τις πέτρες από την άλλη, Μαργιόλα μου,
τις πέτρες από την άλλη, ψυχή, καρδούλα μου,
κι έβγα Μαργιόλα να σε ιδώ.
- Το μνήμα μ’ εχορτάριασε,
κι έλα να βοτανίσεις, Μαργιόλα μου,
κι έλα να βοτανίσεις, ψυχή, καρδούλα μου.
Να χύσεις μαύρα δάκρυα,
ίσως και μ’ αναστήσεις, Μαργιόλα μου,
ίσως και μ’ αναστήσεις, ψυχή, καρδούλα μου.
"Άπειρος", Πολυφωνικό Καραβάνι
"ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΟΛΗ-ΦΩΝΙΑ" 2021